Καρδιοπάθεια και Κορεσμένα Λιπαρά

Μια κοινή κατηγορία που ακούω σαν κάρνιβορ για το κόκκινο κρέας και όχι μόνο είναι πως αυξάνει τον κίνδυνο καρδιοπάθειας.

Ένας από τους κύριους λόγους είναι η υψηλή περιεκτικότητα του κόκκινου κρέατος σε κορεσμένα λιπαρά και χοληστερόλη.

Η ιδέα ειναι πως τα κορεσμένα λιπαρά μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης (γνωστή και ως “κακή” χοληστερόλη), η οποία θεωρείται σημαντικός παράγοντας κινδύνου για αθηροσκλήρωση.

Η αθηροσκλήρωση είναι μια κατάσταση όπου οι αρτηρίες σκληραίνουν και στενεύουν, περιορίζοντας τη ροή του αίματος και αυξάνοντας τον κίνδυνο καρδιακών προσβολών και άλλων καρδιαγγειακών παθήσεων.

Ας δούμε απο που ξεκίνησε αυτή η ιδέα, πόσο δυνατά στοιχεία την υποστηρίζουν και τι λέει η αντίθετη άποψη.

Αυτή η θεωρία έχει γίνει δημοφιλής χάρη στη Μελέτη των Επτά Χωρών του Άνσελ Κις.

Η μελέτη ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και είχε ως στόχο να εξετάσει τη σχέση μεταξύ της διατροφής και των καρδιαγγειακών παθήσεων σε πληθυσμούς με διαφορετικές διατροφικές συνήθειες, από επτά χώρες: τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιταλία, τη Φινλανδία, την Ελλάδα, την Ολλανδία, την Ιαπωνία και τη Γιουγκοσλαβία.

Ο κύριος στόχος της μελέτης ήταν η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών και η σχέση τους με τα επίπεδα χοληστερόλης και τη στεφανιαία νόσο.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι χώρες με υψηλή κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών, όπως η Φινλανδία και οι ΗΠΑ, παρουσίαζαν υψηλότερα ποσοστά ΣΝ, ενώ οι χώρες με χαμηλή κατανάλωση, όπως η Ελλάδα και η Ιαπωνία, είχαν πολύ χαμηλότερα ποσοστά.

Αυτό αποτέλεσε τη βάση για την υπόθεση δίαιτας-καρδιάς, η οποία υποστηρίζει ότι τα κορεσμένα λιπαρά αυξάνουν τη χοληστερόλη και συνεπώς τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.

Ένα σημαντικό συμπέρασμα της μελέτης ήταν η συσχέτιση μεταξύ υψηλών επιπέδων χοληστερόλης και αυξημένων ποσοστών θανάτων από στεφανιαία νόσο, ενισχύοντας την άποψη ότι οι δίαιτες πλούσιες σε κορεσμένα λιπαρά αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Η δουλειά του Άνσελ Κις επηρέασε σε έντονο βαθμό τις δημόσιες συστάσεις για μείωση της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών, κάτι που συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο των διατροφικών οδηγιών σήμερα.

Ωστόσο, η Μελέτη των Επτά Χωρών έχει δεχθεί κριτική.

Ορισμένοι επικριτές υποστηρίζουν ότι ο Άνσελ Κις επέλεξε επιλεκτικά χώρες που επιβεβαίωναν την υπόθεσή του, παραλείποντας χώρες, όπου η σχέση λίπους και καρδιοπάθειας ήταν λιγότερο σαφής.

Επιπλέον, αναφέρουν ότι η μελέτη ήταν παρατηρητική, που σημαίνει ότι έδειχνε μόνο συσχετίσεις και όχι άμεση αιτιότητα, καθώς δεν έλαβε υπόψη πολλές μεταβλητές που θεωρούνται σημαντικές σήμερα, όπως η σωματική δραστηριότητα και το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.

Παρά τις αντιπαραθέσεις, η μελέτη παραμένει ένα καθοριστικό σημείο αναφοράς στη συζήτηση για τον ρόλο της διατροφής στην καρδιαγγειακή υγεία.

Οι λόγοι πίσω από την αποδοχή της Diet-Heart υπόθεσης

Η υπόθεση Diet-Heart, παρά τις αμφιλεγόμενες πτυχές της, έγινε αποδεκτή και για δεκαετίες ακολουθήθηκαν διατροφικές συστάσεις που βασίζονταν σε αυτήν.

Η διάδοση της έρευνας του Άνσελ Κις και η ευρεία αποδοχή της, από επιστημονικές και ιατρικές κοινότητες, προέκυψαν λόγω μιας σειράς παραγόντων που έκαναν τη θεωρία να φαίνεται πειστική.

Αυτοί οι λόγοι περιλαμβάνουν τα εξής:

Η επιστημονική απλότητα της θεωρίας

Στα μέσα του 20ού αιώνα, οι καρδιαγγειακές παθήσεις άρχισαν να αναδεικνύονται ως η κύρια αιτία θανάτου στις ανεπτυγμένες χώρες, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ανάγκη για μια γρήγορη και πρακτική λύση ήταν αναπόφευκτη.

Η υπόθεση Δίαιτα-Καρδιά ήταν απλή και εύκολη στην κατανόηση: τα κορεσμένα λιπαρά αυξάνουν τη χοληστερόλη, και η χοληστερόλη συνδέεται με καρδιοπάθειες.

Αυτή η προσέγγιση έγινε εύκολα αντιληπτή από το κοινό και τους επαγγελματίες υγείας.

Παρά τα μεθοδολογικά προβλήματα που εντοπίστηκαν αργότερα, τα πρώιμα αποτελέσματα της Μελέτης των Επτά Χωρών, έδειχναν μια σαφή συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών και των καρδιοπαθειών.1

Αυτά τα αποτελέσματα ενίσχυσαν την αποδοχή της υπόθεσης από την επιστημονική κοινότητα και τους οργανισμούς δημόσιας υγείας, παρουσιάζοντας τη σχέση της χοληστερόλης και των κορεσμένων λιπαρών με την καρδιακή νόσο ως γραμμική.

Αυτό δημιούργησε την εντύπωση ότι η μείωση των κορεσμένων λιπαρών θα οδηγούσε αυτόματα σε βελτίωση της καρδιακής υγείας, χωρίς να ληφθούν υπόψη άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, η άσκηση ή άλλες διατροφικές συνήθειες.

Η δραματική επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έπαιξαν επίσης καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή της υπόθεσης Δίαιτα-Καρδιά.

Το καρδιακό επεισόδιο του Προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ το 1955 και η δημόσια προβολή της αλλαγής στη διατροφή του, ευαισθητοποίησαν το κοινό και ενίσχυσαν την αποδοχή των θεωριών του Άνσελ Κις.

Καθώς τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν συνεχώς τις συμβουλές διατροφής χαμηλής σε λιπαρά, οι καταναλωτές πείστηκαν ότι αυτή η προσέγγιση ήταν επιστημονικά τεκμηριωμένη και ο καλύτερος τρόπος για την προστασία της καρδιακής τους υγείας.

Η πίεση της βιομηχανίας τροφίμων

Καθώς η θεωρία κέρδιζε έδαφος, οι βιομηχανίες τροφίμων, ειδικά οι παραγωγοί πολυακόρεστων ελαίων και προϊόντων χαμηλών λιπαρών, άρχισαν να υποστηρίζουν τη διάδοση της υπόθεσης.

Μετά την υιοθέτηση της υπόθεσης Δίαιτα-Καρδιά, η ζήτηση για φυτικά έλαια, όπως το καλαμποκέλαιο και το σογιέλαιο, αυξήθηκε δραματικά.

Οι εταιρείες παραγωγής αυτών των προϊόντων, καθώς και οι εταιρείες που παρήγαγαν προϊόντα χαμηλά σε λιπαρά, άρχισαν να προωθούν ενεργά τις δίαιτες χαμηλών λιπαρών, υποστηρίζοντας τη θέση ότι τα κορεσμένα λιπαρά ήταν επιβλαβή για την υγεία.

Οι μεγάλες βιομηχανίες συνεργάστηκαν με κυβερνήσεις και οργανισμούς υγείας για να προωθήσουν αυτή την αφήγηση, γεγονός που δημιούργησε μια ευρεία συναίνεση υπέρ της μείωσης των κορεσμένων λιπαρών.

Διαιτητικές Οδηγίες για τους Αμερικανούς επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την πίεση της βιομηχανίας φυτικών ελαίων, η οποία είχε συμφέρον να ενισχύσει τη χρήση πολυακόρεστων λιπαρών (φυτικά έλαια) ως υποκατάστατα των κορεσμένων λιπαρών. Η στροφή αυτή είχε σημαντικό οικονομικό όφελος για τη βιομηχανία, η οποία ενισχύθηκε μέσω της διαφήμισης και των σχέσεων με επιστημονικούς φορείς.

Η υποστήριξη αυτή ενισχύθηκε από τις κυβερνήσεις που είχαν ανάγκη για άμεσες και εφαρμόσιμες λύσεις για την πρόληψη των καρδιοπαθειών.

Η σύνδεση μεταξύ της βιομηχανίας και της επιστήμης δεν ήταν ξεκάθαρη εκείνη την εποχή, γεγονός που επέτρεψε στη θεωρία να κυριαρχήσει χωρίς σημαντική αμφισβήτηση.

Υποστήριξη από κεντρικούς επιστημονικούς φορείς και κυβερνήση

Η αποδοχή της θεωρίας από οργανισμούς όπως η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (AHA) προσέδωσε κύρος και επιστημονική αξιοπιστία στην υπόθεση Δίαιτα-Καρδιά.

Κατά τη δεκαετία του 1950, η AHA δίσταζε να δώσει επίσημες συστάσεις για την πρόληψη των καρδιοπαθειών, λόγω έλλειψης επαρκών επιστημονικών δεδομένων.

Ωστόσο, το 1960, ο Άνσελ Κις διορίστηκε στην επιτροπή διατροφής του οργανισμού.

Μέσα σε έναν χρόνο, ο Κις είχε πείσει τους συναδέλφους του να υιοθετήσουν την υπόθεσή του ότι τα κορεσμένα λιπαρά αυξάνουν τη χοληστερόλη και, κατά συνέπεια, τις καρδιακές παθήσεις, ως επίσημη πολιτική της AHA, παρά το ότι δεν υπήρχαν σημαντικές αποδείξεις.

Το 1961, η AHA πρότεινε τη μείωση της κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών και την αντικατάστασή τους με πολυακόρεστα φυτικά έλαια, ως μέτρο προστασίας από τις καρδιοπάθειες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η AHA είχε μια σημαντική σύγκρουση συμφερόντων, καθώς το 1948 είχε λάβει δωρεά ύψους 1,7 εκατομμυρίων δολαρίων από την Procter & Gamble (P&G), τους παραγωγούς του φυτικού ελαίου Crisco.

Αυτή η δωρεά έδωσε τεράστια ώθηση στην AHA, μετατρέποντάς την από ένα μικρό οργανισμό σε έναν εθνικό οργανισμό με μεγάλη επιρροή.

Αμφιλεγόμενα σημεία και αντιφάσεις της Δίαιτα-Καρδιά

Η υπόθεση Δίαιτα-Καρδιά, και ιδιαίτερα η σύνδεση των κορεσμένων λιπαρών με τις καρδιαγγειακές παθήσεις, έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και κριτική από την επιστημονική κοινότητα.

Οι παρακάτω αντιφάσεις και αμφιλεγόμενα σημεία της μελέτης και της θεωρίας περιγράφουν την πολυπλοκότητα του θέματος:

Επιλεκτική συλλογή δεδομένων (Cherry-Picking)

Η μεγαλύτερη κριτική προς την Μελέτη των Επτά Χωρών και του Άνσελ Κις ήταν η επιλεκτική επιλογή των δεδομένων που ευνοούσαν την υπόθεσή του.

Ο Άνσελ Κις επέλεξε να συμπεριλάβει χώρες που θα επιβεβαίωναν την υπόθεσή του ότι τα κορεσμένα λιπαρά συνδέονται με τις καρδιοπάθειες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Φινλανδία, ενώ απέκλεισε χώρες όπως η Γαλλία, Γερμανία και Ελβετία, όπου η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών ήταν υψηλή, αλλά τα ποσοστά καρδιοπαθειών παρέμεναν χαμηλά.

Αυτή η μη τυχαία επιλογή χωρών εισήγαγε την προκατάληψη στα αποτελέσματα της μελέτης και ενίσχυσε την υπόθεση ότι τα κορεσμένα λιπαρά είναι ο κύριος υπαίτιος για τις καρδιοπάθειες, χωρίς να ληφθούν υπόψη άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να αντικρούσουν τα συμπεράσματα του Άνσελ Κις.

Αυτό προκάλεσε ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία των συμπερασμάτων της μελέτης.

Παράβλεψη της θρησκευτικής νηστείας στην Κρήτη

Κατά τη διάρκεια της μελέτης, πολλοί κάτοικοι της Κρήτης ακολουθούσαν θρησκευτικές νηστείες που τους εμπόδιζαν να καταναλώνουν ζωικά προϊόντα για μεγάλο μέρος του έτους.

Παρόλο που η επίδραση της Σαρακοστής στην κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών ήταν σαφής, ο Κις δεν το ανέφερε ή δεν το αξιολόγησε επαρκώς στην αναφορά του. Αντίθετα, χρησιμοποίησε τα δεδομένα αυτά για να υποστηρίξει το συμπέρασμα ότι οι Κρητικοί είχαν χαμηλή κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών και, κατά συνέπεια, καλή καρδιαγγειακή υγεία.2

Αυτή η παράβλεψη συνέβαλε στη δημιουργία μιας ανακριβούς εικόνας της διατροφής στην Κρήτη και στις λανθασμένες συσχετίσεις μεταξύ κορεσμένων λιπαρών και καρδιοπαθειών.

Παρά το γεγονός ότι αυτές οι επισημάνσεις έγιναν πολύ αργότερα, η υπόθεση Δίαιτα-Καρδιά είχε ήδη παγιωθεί στη δημόσια υγεία και τις διατροφικές πολιτικές, καθιστώντας δύσκολη την αμφισβήτηση της.

Αυτή η παράμετρος αγνοήθηκε, δημιουργώντας μια παραμορφωμένη εικόνα για την κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών στον πληθυσμό.

Αγνόηση και απόκρυψη αντικρουόμενων αποτελεσμάτων

Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα της υπόθεσης Δίαιτα-Καρδιά είναι η καθυστερημένη δημοσίευση ή ακόμα και η απόκρυψη δεδομένων που δεν υποστήριζαν τα αρχικά συμπεράσματα.

Αυτό το ζήτημα έχει προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες για τη διαφάνεια και την ακεραιότητα των ερευνών που υποστήριζαν τη θεωρία.

Υπήρξαν σημαντικές περιπτώσεις όπου τα δεδομένα είτε δεν δημοσιεύθηκαν πλήρως είτε υποβαθμίστηκαν για δεκαετίες, δημιουργώντας μια ελλιπή και μονομερή εικόνα της πραγματικότητας.

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις απόκρυψης δεδομένων ήταν η Minnesota Coronary Experiment (MCE), μια μεγάλη κλινική δοκιμή που διεξήχθη από το 1968 έως το 1973.

Η μελέτη αυτή ήταν μία από τις πιο φιλόδοξες προσπάθειες για την αξιολόγηση της επίδρασης της μείωσης των κορεσμένων λιπαρών και της αντικατάστασής τους με πολυακόρεστα λιπαρά (κυρίως λιπαρά οξέα n-6) στην καρδιαγγειακή υγεία. Στη μελέτη συμμετείχαν χιλιάδες ασθενείς σε νοσοκομεία και οίκους ευγηρίας της Μινεσότα.

Η υπόθεση της MCE ήταν ότι η μείωση των κορεσμένων λιπαρών θα μείωνε την LDL χοληστερόλη και, κατά συνέπεια, θα μείωνε τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων.

Όμως, παρά τη μείωση της LDL χοληστερόλης στους συμμετέχοντες, τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι δεν υπήρξε καμία στατιστικά σημαντική μείωση στη θνησιμότητα από καρδιαγγειακές παθήσεις ή άλλες σοβαρές καρδιακές επιπλοκές.

Σε κάποιες περιπτώσεις, τα άτομα με μεγαλύτερη μείωση της LDL εμφάνισαν αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας, κάτι που ήταν αντίθετο με τις προσδοκίες της εποχής.

Παρά τα σημαντικά ευρήματα, τα πλήρη δεδομένα της MCE δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ την εποχή που ολοκληρώθηκε η μελέτη.

Μόνο ορισμένα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν σε ασαφή μορφή το 1989, χωρίς να αναφερθούν οι ανησυχητικές λεπτομέρειες που υπονόμευαν την υπόθεση Δίαιτα-Καρδιά3

Η πλήρης ανάλυση και τα πλήρη δεδομένα της μελέτης ανακτήθηκαν δεκαετίες αργότερα από τον Ramsden et al. το 2016.4

Αυτή η ανακάλυψη αποκάλυψε ότι τα δεδομένα της MCE είχαν αποκρυφθεί ή υποτιμηθεί σκόπιμα, καθώς τα αποτελέσματα δεν ευθυγραμμίζονταν με τη θεωρία που προωθούσε τη μείωση των κορεσμένων λιπαρών ως μέσο μείωσης των καρδιοπαθειών.5

Τα νέα δεδομένα προκάλεσαν μεγάλο σάλο στην επιστημονική κοινότητα, καθώς έδειξαν ότι η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών με πολυακόρεστα (n-6) λιπαρά δεν είχε τα αναμενόμενα οφέλη για την υγεία της καρδιάς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αύξησε τον κίνδυνο θανάτου.

Αυτή η απόκρυψη δεδομένων δεν ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση.

Σε πολλές άλλες έρευνες της εποχής που αφορούσαν τη μείωση των κορεσμένων λιπαρών, τα αποτελέσματα που δεν υποστήριζαν τη θεωρία δεν δημοσιεύθηκαν ή παρουσιάστηκαν μεροληπτικά.

Έτσι, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η μείωση των κορεσμένων λιπαρών ήταν αναμφισβήτητα ωφέλιμη για την καρδιαγγειακή υγεία, παρά την έλλειψη ισχυρών αποδείξεων.

Η έλλειψη αποδείξεων για τη συσχέτιση LDL χοληστερόλης και καρδιοπαθειών

Η αρχική θεωρία ότι η LDL χοληστερόλη είναι η κύρια αιτία καρδιαγγειακών παθήσεων έχει επίσης αμφισβητηθεί.

Νεότερες μελέτες, όπως του Astrup et al. (2020)6, κατέδειξαν ότι τα κορεσμένα λιπαρά μπορεί πράγματι να αυξήσουν την LDL χοληστερόλη, αλλά αυτή η αύξηση δεν μεταφράζεται απαραιτήτως σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών παθήσεων.

Η μελέτη καταδεικνύει ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη των καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως η συνολική ποιότητα της διατροφής, η ύπαρξη φλεγμονών, και η σύνθεση των σωματιδίων LDL.

Πιο συγκεκριμένα, δεν είναι μόνο η ποσότητα της LDL σημαντική, αλλά και το μέγεθος και η πυκνότητα των σωματιδίων αυτών.

Ωστόσο, η μελέτη τονίζει πως η αύξηση της LDL που σχετίζεται με τα κορεσμένα λιπαρά οξέα (SFA) οφείλεται κυρίως στην αύξηση των μεγαλύτερων και λιγότερο πυκνών σωματιδίων LDL.

Αυτά τα μεγαλύτερα σωματίδια LDL έχουν μικρότερη σύνδεση με τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων σε σύγκριση με τα μικρότερα και πυκνότερα σωματίδια LDL, τα οποία θεωρούνται πιο επιβλαβή και οι διατροφικές αλλαγές που επηρεάζουν αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί να είναι πιο κρίσιμες για την υγεία.

Η παρεξήγηση του ρόλου της HDL χοληστερόλης

Πολλές διατροφικές συστάσεις για τη μείωση των κορεσμένων λιπαρών στη διατροφή στοχεύουν στην αύξηση της HDL και τη μείωση της LDL για τη βελτίωση της καρδιακής υγείας7

Σύγχρονες μελέτες υποδεικνύουν ότι η σχέση της HDL με τις καρδιακές παθήσεις είναι πιο περίπλοκη από τη μονοδιάστατη θεώρηση “καλή/κακή” χοληστερόλη. Πιο συγκεκριμένα, η ποιότητα των μορίων HDL και όχι μόνο η ποσότητά τους, φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη καρδιοπαθειών 8

Η HDL χοληστερόλη, γνωστή ως “καλή” χοληστερόλη, θεωρήθηκε ότι προσφέρει προστασία για την καρδιακή υγεία, και η αύξηση των επιπέδων της μέσω της διατροφής έγινε στόχος για την πρόληψη καρδιοπαθειών.9

Ωστόσο, μελέτες όπως αυτή της Siri-Tarino (2011) έδειξαν ότι η αύξηση των επιπέδων της HDL μέσω διατροφικών παρεμβάσεων, δεν είχε το αναμενόμενο όφελος στην πρόληψη των καρδιοπαθειών, γεγονός που προκάλεσε αμφιβολίες για τον ρόλο της HDL στην καρδιαγγειακή υγεία10

Μελέτες που αντιφάσκουν με τα υποστηριζόμενα δεδομένα για τα κορεσμένα λιπαρά

Ακολουθούν μερικές μετα-αναλύσεις τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών (RCT), που εξετάζουν την επίδραση των κορεσμένων λιπαρών στην καρδιαγγειακή υγεία.

Αυτές οι μετα-αναλύσεις θεωρούνται εξαιρετικά αξιόπιστες, καθώς συνδυάζουν δεδομένα από πολλές κλινικές δοκιμές, ενισχύοντας τη στατιστική ισχύ και την εγκυρότητα των συμπερασμάτων.

Αυτό επιτρέπει μια πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση της αιτιότητας και των συνολικών επιπτώσεων.

Η ενημερωμένη ανασκόπηση Cochrane του 202011 επιβεβαίωσε τα ευρήματα προηγούμενων ανασκοπήσεων, χωρίς να εισάγει νέα συμπεράσματα

Αν και η μείωση της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών συνιστάται συχνά για την καρδιαγγειακή υγεία, τα διαθέσιμα στοιχεία δεν δείχνουν σαφώς ότι οδηγεί στη μείωση των ποσοστών θνησιμότητας, είτε γενικά είτε ειδικά για καρδιαγγειακές παθήσεις.

Τα ευρήματα από πολλές κλινικές μελέτες δείχνουν μικρή ή καμία επίδραση στη συνολική θνησιμότητα (RR 0.96) και στη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα (RR 0.95). Αυτό σημαίνει ότι η μείωση των κορεσμένων λιπαρών μπορεί να μην αυξάνει πραγματικά το προσδόκιμο ζωής ή να αποτρέπει τον θάνατο από καρδιακά προβλήματα.

Επιπλέον, τα στοιχεία για την επίδραση της μείωσης των κορεσμένων λιπαρών σε άλλες καρδιαγγειακές καταστάσεις (όπως τα μη θανατηφόρα εμφράγματα, τα εγκεφαλικά επεισόδια ή τα συνδυασμένα καρδιαγγειακά επεισόδια) είναι ασαφή.

Αν και ορισμένες μελέτες υποδεικνύουν ότι η μείωση των κορεσμένων λιπαρών μπορεί να μειώσει τον σχετικό κίνδυνο μη θανατηφόρων καρδιαγγειακών επεισοδίων (όπως εμφράγματα και εγκεφαλικά) κατά 17%, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτή η μείωση δεν έχει σημαντική επίδραση στη συνολική θνησιμότητα ή στους θανάτους από καρδιαγγειακά νοσήματα. Με άλλα λόγια, η μείωση των κορεσμένων λιπαρών φαίνεται να έχει περιορισμένα πρακτικά οφέλη όσον αφορά την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, ή την πρόληψη σοβαρών καρδιακών θανάτων.

Αυτό καθιστά δύσκολη την οριστική διαπίστωση ότι η μείωση της κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών προσφέρει σημαντικά οφέλη για την υγεία πέραν της μείωσης των επιπέδων χοληστερόλης. Χωρίς ισχυρά και σαφή στοιχεία, είναι επιπόλαιο να γίνονται αυστηρές διατροφικές συστάσεις για τη μείωση των κορεσμένων λιπαρών.

Τέλος, η έρευνα δείχνει επίσης ότι δεν υπάρχουν στοιχεία βλάβης από την κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών.

Οι μελέτες δεν βρήκαν βλαβερές επιδράσεις στη θνησιμότητα από καρκίνο, τη διάγνωση διαβήτη, την HDL χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια ή την αρτηριακή πίεση.

Στην πραγματικότητα, οι μόνες μετρήσιμες επιδράσεις της μείωσης των κορεσμένων λιπαρών ήταν μικρές μειώσεις στο βάρος, την LDL χοληστερόλη και το BMI, αλλά ακόμη και αυτές οι αλλαγές δεν μεταφράστηκαν σε σαφή οφέλη στη θνησιμότητα.

Στην ανασκόπηση του 2019 που δημοσιεύτηκε στο BMJ Evidence-Based Medicine12, οι Robert DuBroff και Michel de Lorgeril εξετάζουν κριτικά την υπόθεση της δίαιτας-καρδιάς, η οποία υποστηρίζει ότι η μείωση της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών μειώνει τα επίπεδα χοληστερόλης και κατά συνέπεια μειώνει τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων και θανάτου.

Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα υπάρχοντα στοιχεία δεν υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό αυτή την υπόθεση.

Η ανάλυσή τους εντοπίζει αρκετά προβλήματα στα υπάρχοντα δεδομένα. Συγκεκριμένα, ανασκόπησαν 28 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές που ξεκινούν από το 1965 και εξετάζουν την επίδραση της μείωσης των κορεσμένων λιπαρών, στην καρδιαγγειακή υγεία και τη θνησιμότητα.

Αν και τρεις από αυτές τις δοκιμές (Lyon Diet Heart Study, 1999, DART-fish, 1989 και Finnish Mental Hospital, 1972) έδειξαν σημαντικές μειώσεις στη θνησιμότητα, οι μελέτες επικρίθηκαν για μεθοδολογικά προβλήματα.

Για παράδειγμα, η μελέτη του Φινλανδικού Ψυχιατρικού Νοσοκομείου χρησιμοποιούσε τυχαιοποίηση σε επίπεδο ομάδων, η οποία μπορεί να οδήγησε σε μη ακριβή αποτελέσματα.

Οι άλλες δύο δοκιμές, αν και έδειξαν μείωση της θνησιμότητας, περιελάμβαναν διατροφικές παρεμβάσεις, όπως η μεσογειακή διατροφή και η αυξημένη κατανάλωση ψαριών, που πιθανότατα οδήγησαν σε βελτιώσεις στη θνησιμότητα για λόγους άσχετους με τη μείωση των κορεσμένων λιπαρών.

Στις υπόλοιπες 21 δοκιμές δεν παρατηρήθηκε κανένα όφελος στη θνησιμότητα, ενώ δύο από αυτές ανέφεραν ακόμη και αύξηση της θνησιμότητας. Δύο από τις δοκιμές δεν περιελάμβαναν καθόλου αποτελέσματα για τη θνησιμότητα.

Όσον αφορά τα καρδιαγγειακά συμβάματα, μόνο έξι από τις δοκιμές έδειξαν μείωση των καρδιαγγειακών επεισοδίων (Oslo Diet Heart Study, 1966, Houtsmuller, 1979, Oslo Cardiovascular Study, 1981, Lyon Diet Heart Study, 1999, PREDIMED, 2018), αλλά και αυτές οι δοκιμές περιελάμβαναν πιο σύνθετες παρεμβάσεις από την απλή μείωση των κορεσμένων λιπαρών, ή βασίζονταν σε μικρά δείγματα, γεγονός που περιορίζει την αξιοπιστία τους.

Η μοναδική δοκιμή που δεν επικρίθηκε για αυτά τα θέματα ήταν η μελέτη του 1966 (Oslo Diet Heart Study), η οποία έδειξε μείωση στα καρδιαγγειακά επεισόδια, αλλά χωρίς βελτίωση στη συνολική θνησιμότητα.

Τέλος, η πλειονότητα των στοιχείων δεν υποστηρίζει την υπόθεση ότι η μείωση των κορεσμένων λιπαρών βελτιώνει τη θνησιμότητα ή τα καρδιαγγειακά αποτελέσματα.

Η ανασκόπηση του Jeffrey L. Heileson του 201913, που δημοσιεύθηκε στο Nutrition Reviews και περιλαμβάνει εξέταση 19 μετα-αναλύσεων, με δεδομένα τόσο από κλινικές δοκιμές όσο και από παρατηρητικές μελέτες, εντοπίζει κάποια κρίσιμα ζητήματα.

  1. Οι παρατηρητικές μελέτες δεν δείχνουν σύνδεση – Ο Heileson εξέτασε εννέα μετα-αναλύσεις παρατηρητικών μελετών, οι οποίες δεν βρήκαν καμία σημαντική συσχέτιση μεταξύ της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών και των καρδιακών παθήσεων. Αυτό αμφισβητεί την μακροχρόνια πεποίθηση ότι η κατανάλωση τροφών όπως το βούτυρο, το τυρί και το κόκκινο κρέας αυξάνει άμεσα τον κίνδυνο καρδιοπαθειών.
  2. Οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές είναι ασυνεπείς – Η ανασκόπηση δέκα μετα-αναλύσεων από τυχαιοποιημένες δοκιμές έδειξε μικτά αποτελέσματα. Ενώ ορισμένες μελέτες δεν βρήκαν καμία επίδραση των κορεσμένων λιπαρών στις καρδιοπάθειες, άλλες υπέδειξαν μια αδύναμη σύνδεση. Ωστόσο, μεγάλο μέρος αυτής της ασυνέπειας οφείλεται σε σχεδιαστικά ελαττώματα των δοκιμών, όπως οι τέσσερις βασικές δοκιμές που συχνά επικαλείται η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (AHA) για να υποστηρίξει τον περιορισμό των κορεσμένων λιπαρών.

Η θέση της AHA μπορεί να είναι υπερβολική – Ο Heileson τονίζει ότι η σύσταση της AHA για περιορισμό των κορεσμένων λιπαρών βασίζεται σε επιλεκτικά δεδομένα από ελαττωματικές δοκιμές.

Υποστηρίζει ότι τα συμπεράσματά τους μπορεί να είναι υπερβολικά και ότι υπάρχει ανάγκη για επανεξέταση των κατευθυντήριων οδηγιών που δαιμονοποιούν τα κορεσμένα λιπαρά χωρίς επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

Η μελέτη14 από τους Schwingshackl και Hoffmann (2014) εξέτασε την επίδραση της μείωσης ή τροποποίησης της διατροφικής πρόσληψης λιπαρών σε άτομα με διαγνωσμένη στεφανιαία νόσο.

Η μετα-ανάλυση συμπεριέλαβε 12 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές με 7.150 συμμετέχοντες, εστιάζοντας στις αλλαγές στη διατροφή όσον αφορά τα λιπαρά.

Τα κύρια ευρήματα της μελέτης έδειξαν ότι δεν παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της συνολικής θνησιμότητας, της καρδιαγγειακής θνησιμότητας, των καρδιαγγειακών συμβαμάντων ή των εμφραγμάτων του μυοκαρδίου όταν συγκρίθηκαν οι τροποποιημένες δίαιτες λιπαρών με τις δίαιτες ελέγχου.

Επιπλέον, η μείωση της πρόσληψης λιπαρών δεν φάνηκε να προσφέρει ουσιαστικό όφελος για τα καρδιαγγειακά αποτελέσματα.

Η ανάλυση δεν βρήκε καμία σημαντική σχέση μεταξύ της κατανάλωσης κορεσμένων, πολυακόρεστων ή μονοακόρεστων λιπαρών και της βελτίωσης των καρδιαγγειακών δεικτών. Ακόμη, η αύξηση των πολυακόρεστων λιπαρών αντί των κορεσμένων δεν μείωσε τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

Σαν αποτέλεσμα, η μελέτη παρέχει στοιχεία μέτριας ποιότητας που υποδηλώνουν ότι η μείωση ή η τροποποίηση της πρόσληψης λιπαρών στη διατροφή, ειδικά η αντικατάσταση των κορεσμένων με πολυακόρεστα λιπαρά, δεν προσφέρει σημαντικά οφέλη στη δευτερογενή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου.

Μια μετα-ανάλυση του Hamley (2017)15 αμφισβητεί την καθιερωμένη διατροφική σύσταση που προτείνει την αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών οξέων (SFA) με πολυακόρεστα λιπαρά n-6 (PUFA) για την πρόληψη της στεφανιαίας νόσου (CHD).

Η ανάλυση αυτή επικεντρώθηκε σε τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές που εξετάζουν αυτή τη διατροφική αλλαγή, με έμφαση στα σωστά ελεγχόμενα πειράματα που απομονώνουν καλύτερα τις επιπτώσεις της αντικατάστασης των SFA με n-6 PUFA.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι κατάλληλα ελεγχόμενες δοκιμές δεν έδειξαν σημαντική μείωση των σοβαρών συμβαμάντων στεφανιαίας νόσου, των συνολικών περιστατικών CHD, της θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο, ούτε της συνολικής θνησιμότητας.

Όταν αναλύθηκαν όλες οι δοκιμές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν ελέγχθηκαν σωστά, φάνηκε μια πιθανή μείωση στα συνολικά περιστατικά CHD, αλλά όχι στις σοβαρές εκδηλώσεις της νόσου ή τη θνησιμότητα.

Η αντίφαση αυτή οφείλεται σε συγχυτικούς παράγοντες που υπήρχαν σε παλαιότερες μελέτες, όπως η διαφορά στην κατανάλωση τρανς λιπαρών οξέων (TFA) και άλλες διατροφικές αλλαγές που εφαρμόστηκαν μόνο σε κάποιες ομάδες.

Οι προηγούμενες μετα-αναλύσεις που δεν έλαβαν υπόψη αυτούς τους παράγοντες παρουσίασαν αποτελέσματα που υποστήριζαν τα οφέλη των n-6 PUFA, αλλά αυτά τα αποτελέσματα ήταν παραπλανητικά λόγω των ακατάλληλων ελέγχων.

Η μελέτη καταλήγει στο ότι η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών με n-6 PUFA δεν φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο ή τη θνησιμότητα από αυτήν, όταν εξετάζονται δοκιμές που ελέγχθηκαν σωστά.

Οι προηγούμενες ενδείξεις για τα οφέλη αυτής της διατροφικής αλλαγής βασίζονται κυρίως σε ανεπαρκώς ελεγχόμενες δοκιμές, κάτι που εγείρει αμφιβολίες για τις ισχύουσες διατροφικές συστάσεις.

Μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση των Harcombe, Baker & Davies το 201616, αμφισβητεί την επιστημονική βάση των οδηγιών που εισήχθησαν το 1977 και το 1983 για τη μείωση της θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο (CHD) μέσω του περιορισμού των διατροφικών λιπών.

Η συστηματική ανασκόπηση ανέλυσε δεδομένα από επτά προοπτικές μελέτες, που περιελάμβαναν 89.801 συμμετέχοντες (94% άνδρες) κατά μέσο όρο για 11,9 χρόνια.

Καταγράφησαν 2.024 θάνατοι από στεφανιαία νόσο, ενώ τα αποτελέσματα της μετα-ανάλυσης έδειξαν ότι η συνολική κατανάλωση λίπους και η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών δεν σχετίζονται στατιστικά, σημαντικά, με τη θνησιμότητα από CHD.

Ο λόγος κινδύνου (RR) για την πρόσληψη συνολικών λιπών ήταν 1,04 (95% CI 0,98-1,10) και για τα κορεσμένα λίπη 1,08 (95% CI 0,94-1,25), αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης αυτών των λιπών και των θανάτων από καρδιακή νόσο.

Η έρευνα είναι σαφής στο ότι τα επιδημιολογικά στοιχεία δεν υποστηρίζουν τις ισχύουσες διατροφικές οδηγίες για τον περιορισμό των λιπών, ειδικά σε ό,τι αφορά την πρόληψη των θανάτων από στεφανιαία νόσο.

Επίσης, τα δεδομένα δεν μπορούν να γενικευθούν σε πληθυσμιακό επίπεδο, καθώς η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν άνδρες, κάτι που υποδεικνύει μια σοβαρή αδυναμία στη γενίκευση των ευρημάτων για την ευρύτερη κοινωνία.

Οι διατροφικές οδηγίες που βασίζονται στον περιορισμό των λιπών, τόσο συνολικών όσο και κορεσμένων, θα πρέπει να επανεξεταστούν, καθώς η διαθέσιμη επιστημονική βάση δεν επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητά τους στην πρόληψη των θανάτων από στεφανιαία νόσο.

Αυτή η μελέτη που διεξήχθη από τους Ramsden et al. (2016)17, επανεξέτασε την παραδοσιακή υπόθεση της δίαιτας-καρδιάς.

Η υπόθεση αυτή προέβλεπε ότι η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών με έλαια πλούσια σε λινολεϊκό οξύ, όπως το καλαμποκέλαιο και το ηλιέλαιο, θα μείωνε τη στεφανιαία νόσο και τη θνησιμότητα.

Η έρευνα ανέλυσε δεδομένα από πέντε τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες με συνολικά 10.808 συμμετέχοντες.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών με πολυακόρεστα λιπαρά οξέα οδήγησε σε μείωση της θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο ή από άλλες αιτίες.

Συγκεκριμένα, ο λόγος κινδύνου ήταν 1.13, γεγονός που σημαίνει ότι δεν παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του κινδύνου θανάτου.

Συνολικά, η μελέτη αμφισβητεί τη μακροχρόνια διατροφική θεωρία που συνδέει τα κορεσμένα λιπαρά με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, υποδηλώνοντας ότι η σχέση αυτή ίσως να μην είναι τόσο ξεκάθαρη όσο πίστευαν οι ειδικοί στο παρελθόν.

Η μελέτη του Rajiv Chowdhury et al. (2014)18 αξιολογεί τόσο δεδομένα παρατήρησης όσο και τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές (RCTs) για να εξετάσει την επίδραση διαφόρων λιπαρών οξέων στον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου (CHD).

Η μελέτη συγκεντρώνει ευρήματα από:

  • Δεδομένα παρατήρησης που αφορούν περίπου 550.000 συμμετέχοντες, αναλύοντας τα διατροφικά πρότυπα και τα επίπεδα κυκλοφορούντων λιπαρών οξέων.
  • Δεδομένα από RCTs που περιλαμβάνουν 105.085 συμμετέχοντες, τα οποία εστίασαν κυρίως στις επιδράσεις των ωμέγα-3 (n-3) και ωμέγα-6 (n-6) πολυακόρεστων λιπαρών οξέων.

Τα τρέχοντα στοιχεία δεν υποστηρίζουν σαφώς τις κατευθυντήριες γραμμές που ενθαρρύνουν την υψηλή κατανάλωση πολυακόρεστων λιπαρών οξέων και τη χαμηλή κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών οξέων για τη μείωση του κινδύνου στεφανιαίας νόσου.

Αυτή η συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση19 ανέλυσε την επίδραση της μείωσης ή τροποποίησης των διατροφικών λιπών στην καρδιαγγειακή υγεία.

Η ανασκόπηση περιελάμβανε κλινικές δοκιμές που στόχευαν κυρίως στη μείωση της πρόσληψης κορεσμένων λιπών ή στην τροποποίηση της σύνθεσης των λιπών στη διατροφή.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχαν σημαντικές επιδράσεις στη συνολική θνησιμότητα, στη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα, στα εγκεφαλικά επεισόδια ή στα εμφράγματα του μυοκαρδίου.

Ωστόσο, ενώ η μείωση ή τροποποίηση των κορεσμένων λιπών στη διατροφή φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων, αυτό το όφελος περιορίζεται στους άνδρες.

Επιπλέον, όταν εξαιρέθηκαν μελέτες που είχαν διαφορές στη φροντίδα ή άλλες διατροφικές διαφορές μεταξύ των ομάδων, το όφελος αυτό εξαφανίστηκε.

Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές επιδράσεις στη συνολική θνησιμότητα ή στη θνησιμότητα από καρδιαγγειακές παθήσεις.

Αυτό σημαίνει ότι τα οφέλη από τη μείωση του διατροφικού λίπους δεν είναι ξεκάθαρα για όλο τον πληθυσμό και μπορεί να εξαρτώνται από άλλους παράγοντες.

Σύμφωνα με τα κύρια συμπεράσματα της μελέτης20, η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων (SFA) δεν συνδέθηκε σημαντικά με τη θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο (ΣΝ).

Ο σχετικός κίνδυνος (RR) για τα άτομα με την υψηλότερη κατηγορία πρόσληψης SFA ήταν 1,14 (95% CI 0,82–1,60, p = 0,431).

Επιπλέον, δεν υπήρχε σημαντική σχέση μεταξύ της πρόσληψης SFA και των συμβαμάτων ΣΝ (RR 0,93, 95% CI 0,83–1,05, p = 0,269).

Τέλος, η μελέτη δεν βρήκε σημαντική σχέση μεταξύ της αύξησης κατά 5% της συνολικής ενέργειας από SFA και του κινδύνου θανάτου από ΣΝ (RR 1,11, 95% CI 0,75–1,65, p = 0,593).

Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων δεν έχει σημαντική επίδραση στη θνησιμότητα ή τα συμβάματα στεφανιαίας νόσου, αμφισβητώντας τη διαδεδομένη άποψη ότι η κατανάλωση SFA είναι ο κύριος παράγοντας κινδύνου για τη ΣΝ.

Ακολουθούν ορισμένες τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές (RCT).

Οι τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές θεωρούνται το “χρυσό πρότυπο“, καθώς εξασφαλίζουν ότι τα αποτελέσματα είναι αξιόπιστα και αμερόληπτα.

Η μελέτη21 αυτή επικεντρώθηκε στην επίδραση μιας διατροφής χαμηλής σε λιπαρά στην υγεία των καρδιαγγειακών παθήσεων, καθώς και άλλων ασθενειών όπως ο καρκίνος και ο διαβήτης, σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.

Στη μελέτη συμμετείχαν 48.835 γυναίκες ηλικίας 50-79 ετών, οι οποίες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: η μία ακολούθησε διατροφή χαμηλή σε λιπαρά, ενώ η άλλη συνέχισε τη συνήθη διατροφή της.

Η μελέτη διήρκεσε 8.1 χρόνια, και οι επιδράσεις της διατροφής αξιολογήθηκαν στη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος.

Αποτέλεσμα: Η δίαιτα δεν είχε σημαντικές επιδράσεις στην εμφάνιση στεφανιαίας νόσου, εγκεφαλικού επεισοδίου ή καρδιαγγειακών παθήσεων

Η μελέτη L.A. Veteran’s Trial22 ήταν μία κλινική δοκιμή, που διήρκησε 8 χρόνια και συμμετείχαν 846 άνδρες.

Ο στόχος ήταν να εξεταστεί αν η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών με ακόρεστα θα μείωνε τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.

Το συμπέρασμα της μελέτης δείχνει ότι η πειραματική δίαιτα, η οποία περιελάμβανε μειωμένα κορεσμένα λιπαρά και αυξημένο λινελαϊκό οξύ, οδήγησε σε σημαντική μείωση των αθηροσκληρωτικών επεισοδίων, όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό επεισόδιο, σε σύγκριση με την τυπική αμερικανική δίαιτα.

Αυτή η μείωση παρατηρήθηκε κυρίως σε άτομα κάτω των 65,5 ετών και με υψηλότερα επίπεδα χοληστερόλης στην αρχή της μελέτης.

Παρόλα αυτά, οι θάνατοι από μη αθηροσκληρωτικά αίτια ήταν περισσότεροι στην πειραματική ομάδα, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ότι αυτό οφείλεται στη δίαιτα.

Συνολικά, η δίαιτα με λιγότερα κορεσμένα λιπαρά είχε θετικά αποτελέσματα στην πρόληψη καρδιαγγειακών επεισοδίων, αλλά υπήρχαν αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας από άλλες αιτίες.

Η Μελέτη της Στεφανιαίας Νόσου της Μινεσότα23 ήταν μια μεγάλη τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη κλινική δοκιμή, που διήρκεσε 4,5 χρόνια με στόχο να εξετάσει τις επιπτώσεις της αντικατάστασης κορεσμένων λιπών με πολυακόρεστα λίπη στα καρδιαγγειακά νοσήματα. Περιέλαβε πάνω από 9.000 άνδρες και γυναίκες.

Η μελέτη έδειξε ότι, παρόλο που η ομάδα παρέμβασης είχε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης, δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στα ποσοστά καρδιαγγειακών συμβαμάντων, καρδιαγγειακών θανάτων ή συνολικής θνησιμότητας μεταξύ των δύο ομάδων.

Επίσης, μια επαναξέταση αυτής της μελέτης24 το 2016 έδειξε ότι υπήρχε 22% αυξημένο ρίσκο θανάτου για κάθε μείωση κατά 30 mg/dL στα επίπεδα χοληστερόλης

Η μελέτη25 εξέτασε κατά πόσο μια δίαιτα που μειώνει τη χοληστερόλη του ορού θα μπορούσε να προλάβει υποτροπές σε άνδρες κάτω των 60 ετών που είχαν αναρρώσει από το πρώτο τους έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Στην πειραματική ομάδα, 199 άνδρες ακολούθησαν δίαιτα χαμηλή σε κορεσμένα λιπαρά και λάμβαναν καθημερινά 85 γραμμάρια σογιέλαιου. Η ομάδα ελέγχου, αποτελούμενη από 194 άνδρες, συνέχισε τη συνήθη διατροφή της.

Η μελέτη έδειξε ότι η δίαιτα χαμηλή σε κορεσμένα λιπαρά και υψηλή σε σογιέλαιο μείωσε τη χοληστερόλη, αλλά δεν μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο νέων εμφραγμάτων.

Και οι δύο ομάδες είχαν παρόμοια ποσοστά σοβαρών υποτροπών και θανάτων, οπότε η δίαιτα δεν έκανε μεγάλη διαφορά στην πρόληψη καρδιακών προβλημάτων.

Η μελέτη26 εξέτασε 12.866 άνδρες υψηλού κινδύνου, ηλικίας 35 έως 57 ετών και είχε ως στόχο να αξιολογήσει αν ένα πρόγραμμα παρέμβασης που στόχευε στη μείωση της υπέρτασης του καπνίσματος και της χοληστερόλης θα μπορούσε να μειώσει τη θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, μετά από επτά χρόνια παρακολούθησης, η θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο (CHD) ήταν ελαφρώς χαμηλότερη στην ομάδα που έλαβε την ειδική παρέμβαση, σε σύγκριση με την ομάδα που λάμβανε συνήθη φροντίδα, αλλά η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική.

Τα συνολικά ποσοστά θνησιμότητας ήταν σχεδόν ίδια μεταξύ των δύο ομάδων.

Αυτό οδήγησε σε περαιτέρω ερωτήματα για το κατά πόσο το πρόγραμμα ήταν πραγματικά αποτελεσματικό, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις αντιυπερτασικές θεραπείες και τις διαφορετικές επιδράσεις τους σε διάφορες υποομάδες ανθρώπων.

Η μελέτη περιέλαβε 3.490 άνδρες από το Ελσίνκι, ηλικίας περίπου 30-45 ετών.

Η παρέμβαση περιλάμβανε διατροφικές οδηγίες για μείωση της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών και αντικατάστασή τους με πολυακόρεστα λιπαρά, μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ και ζάχαρης, καθώς και φαρμακευτική αγωγή για την υπέρταση όπου ήταν απαραίτητο.

Η διάρκεια της κλινικής δοκιμής ήταν 5 χρόνια, και οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν μακροπρόθεσμα για την καταγραφή των αποτελεσμάτων στην υγεία τους.

Το συμπέρασμα της μελέτης ήταν ότι, παρόλο που η παρέμβαση βελτίωσε σημαντικά παράγοντες κινδύνου όπως η αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα χοληστερόλης, παρατηρήθηκε μια απρόσμενη αύξηση της συνολικής θνησιμότητας στην ομάδα παρέμβασης, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου κατά την παρακολούθηση των πρώτων 15 ετών.27

Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως σε θανάτους από καρδιαγγειακά νοσήματα και ατυχήματα. Μάλιστα, παρατηρήθηκε ότι οι άνδρες με μικρότερη διάρκεια διακοπών στη γραμμή βάσης είχαν αυξημένο κίνδυνο θανάτου κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης.

Η μελέτη28 στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας περιελάμβανε συνολικά 30.000 άνδρες. Από αυτούς, οι 10.000 άνδρες συμμετείχαν στην ομάδα παρέμβασης, όπου τους δόθηκαν ειδικές συμβουλές για τη μείωση της χοληστερόλης, τη διακοπή του καπνίσματος και τη θεραπεία της υπέρτασης. Οι υπόλοιποι 20.000 άνδρες ήταν στην ομάδα ελέγχου, που λάμβανε μόνο τις συνήθεις συμβουλές υγείας χωρίς επιπλέον παρεμβάσεις.

Ο στόχος της μελέτης ήταν να μειώσει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις μέσω αυτών των παρεμβάσεων και να παρακολουθήσει τις επιπτώσεις τους σε βάθος 10 ετών.

Η παρέμβαση της μελέτης δεν είχε σημαντική επίδραση στη μείωση της θνησιμότητας ή της νοσηρότητας από στεφανιαία νόσο.

Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν κάποιες βελτιώσεις σε παράγοντες κινδύνου όπως η χοληστερόλη και η αρτηριακή πίεση, αυτές οι αλλαγές δεν οδήγησαν σε σημαντική μείωση των θανάτων ή των καρδιακών επεισοδίων.

Αυτό δείχνει ότι οι παρεμβάσεις που εφαρμόστηκαν, όπως οι συμβουλές για τη διατροφή και το κάπνισμα, δεν ήταν αρκετά ισχυρές για να επηρεάσουν ουσιαστικά τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα σε έναν μεγάλο πληθυσμό.

Γνώμη ειδικού για την καρδιοπάθεια και τα κορεσμένα λιπαρά

Στο παρακάτω βίντεο, ο καρδιοχειρουργός Dr. Philip Ovadia, μας προσφέρει πολύτιμες γνώσεις σχετικά με τη συνεχιζόμενη συζήτηση για τα κορεσμένα λιπαρά και την επίδρασή τους στην καρδιαγγειακή νόσο:

Εξηγεί πως η καρδιοπάθεια ήταν σπάνια στις αρχές του 1900, αλλά αυξήθηκε σημαντικά μέχρι τη δεκαετία του 1950.

Υπήρχαν δύο ανταγωνιστικές θεωρίες: η μία κατηγορούσε τη χοληστερόλη και τα κορεσμένα λίπη, ενώ η άλλη θεωρούσε τη ζάχαρη ως υπεύθυνη.

Με την πάροδο του χρόνου, η θεωρία της χοληστερόλης επικράτησε στην ιατρική σκέψη, οδηγώντας σε διατροφικές οδηγίες και στην ευρεία χρήση φαρμάκων μείωσης της χοληστερόλης, όπως οι στατίνες.

Παρά αυτές τις προσπάθειες, η καρδιοπάθεια παραμένει η κύρια αιτία θανάτου, κάτι που οδηγεί τον Δρ. Οβάντια να αμφισβητήσει αν η χοληστερόλη είναι πραγματικά το πρόβλημα.

Υποστηρίζει ότι η χοληστερόλη μπορεί να λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός επιδιόρθωσης στο σώμα, ενώ το πραγματικό πρόβλημα θα μπορούσε να είναι οι βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία που προκαλούνται από παράγοντες όπως η ζάχαρη και η αντίσταση στην ινσουλίνη.

Με την αντιμετώπιση της αντίστασης στην ινσουλίνη, ο Δρ. Οβάντια υποστηρίζει ότι θα μπορούσαμε να προλάβουμε καλύτερα τις καρδιοπάθειες, αντί να επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στη μείωση των επιπέδων χοληστερόλης.

Τέλος

Η μακροχρόνια πεποίθηση ότι τα κορεσμένα λίπη είναι εξ ορισμού επικίνδυνα αμφισβητείται όλο και περισσότερο από τα πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα.

Αυστηρές κλινικές δοκιμές και εκτενείς ανασκοπήσεις έχουν δείξει ότι η σύνδεση μεταξύ κορεσμένων λιπών και καρδιοπαθειών δεν είναι τόσο ισχυρή όσο πίστευαν παλαιότερα.

Παρά την αντίσταση από ορισμένους τομείς, που ενδέχεται να επηρεάζονται από προκαταλήψεις και συμφέροντα, είναι πλέον σαφές ότι οι διατροφικές πολιτικές πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να αντικατοπτρίζουν αυτή τη νέα κατανόηση.

Μέχρι να ενσωματωθούν πλήρως τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα στις κατευθυντήριες γραμμές διατροφής, η δαιμονοποίηση των κορεσμένων λιπών δεν μπορεί να θεωρείται επιστημονικά τεκμηριωμένη.

Πηγές:

  1. https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.3109/07853898909149929 ↩︎
  2. https://www.cambridge.org/core/journals/public-health-nutrition/article/seven-countries-study-in-crete-olive-oil-mediterranean-diet-or-fasting/B1D15964DA933CDCA114C7C4A0951524 ↩︎
  3. https://www.ahajournals.org/doi/10.1161/01.ATV.9.1.129 ↩︎
  4. https://www.bmj.com/content/353/bmj.i1246 ↩︎
  5. https://ebm.bmj.com/content/21/5/185 ↩︎
  6. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/32562735/ ↩︎
  7. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S2212267213011283 ↩︎
  8. https://www.mdpi.com/2076-3921/11/12/2363 ↩︎
  9. https://bpspubs.onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1476-5381.2012.02081.x ↩︎
  10. https://link.springer.com/article/10.1007/s11883-011-0207-y ↩︎
  11. https://www.cochranelibrary.com/cdsr/doi/10.1002/14651858.CD011737.pub2/information#whatsNew ↩︎
  12. https://ebm.bmj.com/content/26/1/3 ↩︎
  13. https://academic.oup.com/nutritionreviews/advance-article-abstract/doi/10.1093/nutrit/nuz091/5678770?_hsmi=81820489&redirectedFrom=fulltext&utm_campaign=Chris+Kresser&utm_content=81693035&utm_medium=email&utm_source=hs_email&login=false ↩︎
  14. https://bmjopen.bmj.com/content/4/4/e004487 ↩︎
  15. https://nutritionj.biomedcentral.com/articles/10.1186/s12937-017-0254-5 ↩︎
  16. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/27697938/ ↩︎
  17. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/27071971/ ↩︎
  18. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/24723079/ ↩︎
  19. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/22592684/ ↩︎
  20. https://karger.com/anm/article/55/1-3/173/40774/Dietary-Fat-and-Coronary-Heart-Disease-Summary-of ↩︎
  21. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0002916522025291?via%3Dihub ↩︎
  22. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0002916522025291?via%3Dihub ↩︎
  23. https://www.ahajournals.org/doi/10.1161/01.ATV.9.1.129 ↩︎
  24. https://www.bmj.com/content/353/bmj.i1246 ↩︎
  25. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0140673668907460 ↩︎
  26. https://jamanetwork.com/journals/jama/article-abstract/377969 ↩︎
  27. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1279770723021796?via%3Dihub ↩︎
  28. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/3720570/ ↩︎